- σπονδαύλης
- σπονδ-αύλης, ὁ, der Flötenbläser bei der σπονδή
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
σπονδαύλης — ὁ, Α ο αυλητής κατά την τέλεση τών επίσημων σπονδών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπονδή + αύλής (< αὐλός), πρβλ. χορ αύλης] … Dictionary of Greek
σπονδαυλώ — και σπενδαυλῶ, έω, Α [σπονδαύλης] παίζω αυλό κατά την επίσημη τελετή τών σπονδών … Dictionary of Greek